-
1 форма
-ы θ.1. μορφή, σχήμα•земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•
форма куба σχήμα κύβου•
придать -у προσδίδω μορφή.
|| πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.2. είδος, τύπος•форма правления μορφή διοίκησης•
-ы стоимости μορφές αξίας•
-ы энергии μορφές ενέργειας•
острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.
4. εμφάνιση•по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.
|| βλ. жанр.5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.6. στολή•парадная форма στολή παρέλασης•
военная форма στρατιωτική στολή.
7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•форма заявления υπόδειγμα αίτησης•
форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.
8. (γλωσ.) μορφή•неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•
личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•
падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.
9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.εκφρ.- ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•- ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.
См. также в других словарях:
αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… … Dictionary of Greek
ανερμάτιστος — η, ο (Α ἀνερμάτιστος, ον) 1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα 2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση 2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα αρχ. ο άδειος.… … Dictionary of Greek
ανήθικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ηθικές αρχές, που δεν ακολουθεί τον ηθικό νόμο 2. αυτός που παρουσιάζει ανάρμοστη ερωτική συμπεριφορά, άτομο με ελεύθερα ήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία από τον… … Dictionary of Greek
αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek